- στρωτά
- επίρρ. ровно, гладко, нормально;
πάει στρωτά η δουλειά — работа идёт нормально
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πάει στρωτά η δουλειά — работа идёт нормально
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρωτά — στρωτός spread neut nom/voc/acc pl στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc/acc dual στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρώτας — στρώτᾱς , στρώτης one that spreads masc acc pl στρώτᾱς , στρώτης one that spreads masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτάς — στρωτά̱ς , στρωτός spread fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτός — ή, ό / στρωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει στρωθεί, που έχει καλυφθεί, ο στρωμένος νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται για την ομαλότητά του, ομαλός, κανονικός (α. «στρωτό βάδισμα» β. «στρωτό γράψιμο» γ. «στρωτά μαλλιά» ίσια μαλλιά χωρίς… … Dictionary of Greek
μπάλος — Νησιώτικος, αντικριστός, οργανικός χορός, που χορεύεται σε όλα τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σκετς παντομίμας, γεμάτο χάρη, κομψότητα και ευγένεια. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και κάποια ελευθερία στις… … Dictionary of Greek
ξαφνίζω — και ξαφνιάζω ξάφνισα και ξάφνιασα, ξαφνίστηκα και ξαφνιάστηκα, ξαφνισμένος και ξαφνιασμένος 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, τρομάζω, σκιάζω κάποιον: Μην το ξαφνιάσεις το παιδί. 2. το μέσ., ξαφνί(ά)ζομαι εκπλήττομαι, σκιάζομαι, τρομάζω: Κάθε νύχτα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)